- τοιαύταις
- таковыми
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
τοιαύταις — τοιοῦτος such as this fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάρδω — ἐπάρδω (AM) και ἐπαρδῶ (Μ) αρδεύω, ποτίζω («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.) και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (Λουκιαν.) μσν. μτφ. ξεδιψώ, ξεδιψάζω αρχ. (για το σώμα) τρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
συνεκτρέχω — Α 1. εξέρχομαι, εξορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. (για φυτό) βλαστάνω συγχρόνως 3. συμπράττω («ἰδών ποτ αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.) 4. αστρολ. βρίσκομαι σε συζυγία 5. συμπίπτω, συμφωνώ («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», Γαλ … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek